- περιπλανωμένου
- περιπλανάομαιwander aboutpres part mp masc/neut gen sgπεριπλανάομαιwander aboutpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek
Αχασβερός ή Αχασβήρος — Βιβλικό πρόσωπο. Έτσι ονομάζεται στο εβραϊκό κείμενο των βιβλίων Εσθήρ και Έσδρα ο Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης Α’. Στο βιβλίο του Έσδρα του αποδίδεται το όνομα Ασουήρος που περσικά λέγεται Ξιαγιαρσιά. Αυτό λαθεμένα έγινε Α. Το ίδιο έχει συμβεί και με… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Λεοπάρντι, Τζάκομο — (Giacomo Leopardi, Ρεκανάτι 1798 – Νάπολη 1837). Ιταλός ποιητής, λόγιος και φιλόσοφος. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του κόμη Μονάλντο και της Αδελαΐδας Αντίτσι. Μεγάλωσε στην πνιγηρή ατμόσφαιρα ενός κλειστού επαρχιακού περιβάλλοντος και επιδόθηκε πολύ… … Dictionary of Greek
Τουέν, Μαρκ — (Twain, ψευδώνυμο του Samuel Langhorne Clemens, Φλωρίδα, Μιζούρι 1835 – Ρέντινγκ, Κονέκτικατ 1910). Αμερικανός συγγραφέας. Ο θάνατος του πατέρα του τον ανάγκασε να διακόψει όταν ακόμα ήταν 12 ετών, το σχολείο και να εργάζεται για να ζήσει ως… … Dictionary of Greek